- δημοσιογραφώ
- (-έω)1. είμαι δημοσιογράφος2. δημοσιεύω συνεργασία σε εφημερίδα ή σε περιοδικό.[ΕΤΥΜΟΛ. < δημοσιογράφος. Η λ. μαρτυρείται στον Νικ. Σαρίπολο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δημοσιογραφώ — δημοσιογραφώ, δημοσιογράφησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δημοσιογραφώ — δημοσιογράφησα, έχω ως επάγγελμα τη δημοσιογραφία ή δημοσιεύω γραπτό μου στον τύπο: Δημοσιογραφεί εδώ και τριάντα χρόνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)